Γιατί η Ελλάδα έχει το πιο αργό Ιντερνετ στην Ευρώπη; – Είμαστε… κολλημένοι στα 100 Mbps!
Αρκετά πίσω σε θέμα Ιντερνετ έχει μείνει η χώρα μας
«Δεν έχουμε Ιντερνετ;». Ενα ερώτημα μόλις τριών λέξεων μπορεί να κρύβει πολλές ιστορίες και συναισθήματα.
«Δεν έχουμε Ιντερνετ;». Ενα ερώτημα μόλις τριών λέξεων μπορεί να κρύβει πολλές ιστορίες και συναισθήματα.
Κατήφεια για όσα χάθηκαν πριν καν προλάβουν να αποθηκευτούν, χαρά για τα λίγα λεπτά ξεκούρασης όσο το δίκτυο δεν ανταποκρίνεται, απελπισία για την ώρα που περνάει και το πρόβλημα παραμένει, άγχος και κόπωση μετά το δέκατο τηλεφώνημα με τον πάροχο.
Δεν είναι λίγες οι έρευνες που μας κατατάσσουν στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά την ποιότητα και την τιμή του Διαδικτύου σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Την ώρα που σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το 86,9% των νοικοκυριών έχουν αποκτήσει πρόσβαση στο Διαδίκτυo από την κατοικία τους, η ποιότητα του Διαδικτύου στη χώρα μας παραμένει ένα αμφιλεγόμενο θέμα, καθώς δεν είναι λίγες οι έρευνες που μας κατατάσσουν στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά την ποιότητα και την τιμή του σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η συζήτηση εντάθηκε μετά την πανδημία του κορωνοϊού λόγω της τηλεργασίας, της ταυτόχρονης σύνδεσης σε πολλές διαφορετικές πλατφόρμες κ.λπ., ενώ το γρήγορο Ιντερνετ αποτελεί και βασικό αίτημα των ψηφιακών νομάδων που επιλέγουν τη χώρα μας για εργασία εξ αποστάσεως.
Επιχειρώντας μια χαρτογράφηση του πεδίου, η «Κ» συγκέντρωσε τα διαθέσιμα στοιχεία και συνομίλησε με τον καθηγητή και αντιπρόεδρο Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), Δημήτριο Βαρουτά.
Οι απαντήσεις στα πιο συχνά ερωτήματα σχετικά με την ποιότητα του Διαδικτύου αλλά και οι προτεινόμενες λύσεις ώστε να αποκτήσει η χώρα πιο φθηνό και αξιόπιστο Ιντερνετ δεν είναι μονοσήμαντες, δεδομένου πως υπάρχουν διάφοροι τρόποι σύνδεσης (από το κινητό ή το σταθερό), διαφορετικές ταχύτητες (μικρή, μεσαία, μεγάλη) βάσει των οποίων καθορίζονται και τα πακέτα, αλλά και πλέον διαφορετική καλωδίωση (οπτική ίνα, χαλκός).
Επιχειρώντας μια χαρτογράφηση του πεδίου, η «Κ» συγκέντρωσε τα διαθέσιμα στοιχεία και συνομίλησε με τον καθηγητή και αντιπρόεδρο Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), Δημήτριο Βαρουτά.
Οι απαντήσεις στα πιο συχνά ερωτήματα σχετικά με την ποιότητα του Διαδικτύου αλλά και οι προτεινόμενες λύσεις ώστε να αποκτήσει η χώρα πιο φθηνό και αξιόπιστο Ιντερνετ δεν είναι μονοσήμαντες, δεδομένου πως υπάρχουν διάφοροι τρόποι σύνδεσης (από το κινητό ή το σταθερό), διαφορετικές ταχύτητες (μικρή, μεσαία, μεγάλη) βάσει των οποίων καθορίζονται και τα πακέτα, αλλά και πλέον διαφορετική καλωδίωση (οπτική ίνα, χαλκός).
Γιατί είναι τόσο αργό το Ιντερνετ στην Ελλάδα;
Η Ελλάδα έχει πράγματι το πιο αργό Ιντερνετ στην Ευρώπη, καθώς διαθέτει το μικρότερο ποσοστό πρόσβασης σε υψηλές ταχύτητες σε σχέση με άλλα κράτη. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2022 η χώρα μας ήταν τελευταία στην Ευρώπη ως προς τον αριθμό των νοικοκυριών που έχουν δίκτυο υψηλής χωρητικότητας (Very High Capacity Network). Το ποσοστό αυτό αναλογούσε μόλις στο 19,8% των ελληνικών νοικοκυριών που είχαν πρόσβαση σε γρήγορες και αξιόπιστες υπηρεσίες Διαδικτύου.
Μόλις το 2,1% έχει ταχύτητα 200Mbps και το 0,2% ταχύτητα 500Mbps / 1 Gbps.
Σύμφωνα με τα πιο επικαιροποιημένα στοιχεία που παραχώρησε στην «Κ» η ΕΕΤΤ, το 39,8% του συνόλου των χρηστών Ιντερνετ στην Ελλάδα έχει σύνδεση με ταχύτητα 24Mbps, το 30,5% έχει ταχύτητα 50Mbps, το 21,5% έχει ταχύτητα 100Mbps, το 2,1% έχει ταχύτητα 200Mbps και το 0,2% έχει ταχύτητα 500Mbps / 1 Gbps.
Επί του θέματος, ο ΣΕΒ επισημαίνει πως η διείσδυση των ευρυζωνικών συνδέσεων άνω των 100Mbps είναι χαμηλή τόσο στα νοικοκυριά, καθώς ένα 1 στα 5 διαθέτει σχετική σύνδεση, όσο και στις επιχειρήσεις (1 στις 4).
Ως προς την παροχή στα κινητά, η Ελλάδα σημειώνει εξαιρετική πορεία στην κάλυψη των δικτύων 5G έχοντας φτάσει στο 86%. Η χώρα προηγείται του μέσου όρου της Ε.Ε. και βρίσκεται αρκετά κοντά στην κάλυψη του στόχου του 100%.
Με βάση τα παραπάνω και σύμφωνα με το Digital Decade Country Report 2023, η Ελλάδα θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για υποδομές συνδεσιμότητας, ιδίως Gigabit κάλυψη, αλλά και να βελτιώσει τη χαμηλή βαθμολογία στους περισσότερους δείκτες σταθερής ευρυζωνικότητας.
Σχολιάζοντας τις ταχύτητες του Ιντερνετ στην Ελλάδα, ο κ. Βαρουτάς επιβεβαιώνει πως στις υψηλές ταχύτητες είμαστε σε αρκετά χαμηλό ποσοστό και προσθέτει πως σε αυτό δεν παίζει ρόλο μόνο η προσφορά αλλά και η ζήτηση.
«Θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή έχουμε αυξημένη ζήτηση στη μέση ταχύτητα στην Ελλάδα, ωστόσο ο εθνικός και ο ευρωπαϊκός στόχος είναι να αποκτήσουν όλοι πρόσβαση στα 100Mbps και στη συνέχεια να φτάσουμε στο 1Giga. Αλλωστε, η υπάρχουσα υποδομή αυτή τη στιγμή μπορεί να υποστηρίξει τα 100Mbps», εξηγεί.
Στην ερώτηση, λοιπόν, γιατί έχουμε πολύ καλά ποσοστά στις μέσες ταχύτητες, αλλά ακόμη υστερούμε σημαντικά στα πακέτα που ξεπερνούν τα 100Mbps, ο κ. Βαρουτάς επισημαίνει πως γι’ αυτό υπάρχουν αρκετοί λόγοι.
Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. ξεκίνησαν νωρίτερα την εγκατάσταση της οπτικής ίνας και έτσι βρίσκονται πιο μπροστά. […]
Οι πάροχοι πρέπει να προχωρήσουν σε περισσότερες υποδομές, αλλά πρέπει να αυξηθεί και η ζήτηση από τους συνδρομητές.
«Αρχικά στην Ελλάδα έχουμε πολλές γραμμές που δεν χρησιμοποιούνται ή χρησιμοποιούνται μόνο για τηλέφωνο, με αποτέλεσμα αυτές οι γραμμές να μη γίνουν ποτέ ευρυζωνικές. Επίσης υπάρχουν πολλά σπίτια με έναν κάτοικο που μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του με 50Mbps ή λιγότερα.
Εκτός των παραπάνω υπάρχουν πολλές γραμμές –σε χωριά ή εξοχικά– με χαμηλές ταχύτητες διότι η χρήση Ιντερνετ γίνεται μόνο το καλοκαίρι. Επίσης βλέπουμε πως αυτή τη στιγμή πολλά νοικοκυριά ικανοποιούν τις ανάγκες με τα 100Mbps και «συμπληρώνουν» με πρόσβαση από το Διαδίκτυο στο κινητό», εξηγεί ο κ. Βαρουτάς.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη ένας λόγος είναι η πολύ χαμηλή διείσδυση της οπτικής ίνας –κάτω του 1% στην επικράτεια– και η οποία προσφέρει ταχύτητα άνω των 200Mbps.
«Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. ξεκίνησαν νωρίτερα την εγκατάσταση της οπτικής ίνας και έτσι βρίσκονται πιο μπροστά. Είναι προφανές πως χρονικά είμαστε πίσω, αλλά επιταχύνουμε. Οι πάροχοι πρέπει να προχωρήσουν σε περισσότερες υποδομές, αλλά πρέπει να αυξηθεί και η ζήτηση από τους συνδρομητές», συμπληρώνει.
– Γιατί οι επιχειρήσεις δεν διαθέτουν σύνδεση με υψηλή ταχύτητα;
Εκτός από τα νοικοκυριά, και οι επιχειρήσεις φαίνεται να «γυρνούν την πλάτη» στις υψηλές ταχύτητες, σε αντίθετη με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, μόνο το 24% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα χρησιμοποιούν συνδέσεις άνω των 100Mbps, ποσοστό αρκετά χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που φτάνει το 57%.
Αντιθέτως, το 50% των επιχειρήσεων χρησιμοποιεί συνδέσεις από 30 μέχρι 100Mbps, δηλαδή μεσαία ταχύτητα, την ώρα που ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 26%.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΕΕΤΤ, αυτό μπορεί να εξηγηθεί διότι οι περισσότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι μικρομεσαίες, συνεπώς δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον να μεγαλύτερες ταχύτητες.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη ένας λόγος είναι η πολύ χαμηλή διείσδυση της οπτικής ίνας –κάτω του 1% στην επικράτεια– και η οποία προσφέρει ταχύτητα άνω των 200Mbps.
«Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. ξεκίνησαν νωρίτερα την εγκατάσταση της οπτικής ίνας και έτσι βρίσκονται πιο μπροστά. Είναι προφανές πως χρονικά είμαστε πίσω, αλλά επιταχύνουμε. Οι πάροχοι πρέπει να προχωρήσουν σε περισσότερες υποδομές, αλλά πρέπει να αυξηθεί και η ζήτηση από τους συνδρομητές», συμπληρώνει.
– Γιατί οι επιχειρήσεις δεν διαθέτουν σύνδεση με υψηλή ταχύτητα;
Εκτός από τα νοικοκυριά, και οι επιχειρήσεις φαίνεται να «γυρνούν την πλάτη» στις υψηλές ταχύτητες, σε αντίθετη με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, μόνο το 24% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα χρησιμοποιούν συνδέσεις άνω των 100Mbps, ποσοστό αρκετά χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που φτάνει το 57%.
Αντιθέτως, το 50% των επιχειρήσεων χρησιμοποιεί συνδέσεις από 30 μέχρι 100Mbps, δηλαδή μεσαία ταχύτητα, την ώρα που ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 26%.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΕΕΤΤ, αυτό μπορεί να εξηγηθεί διότι οι περισσότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι μικρομεσαίες, συνεπώς δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον να μεγαλύτερες ταχύτητες.
Η περαιτέρω ενθάρρυνση από την πολιτεία για τοποθέτηση οπτικής ίνας στις επιχειρήσεις αλλά και η μείωση των τιμών θα ανοίξουν τον δρόμο προς τις υψηλές ταχύτητες.
Το παραπάνω ωστόσο δεν αποτελεί δικαιολογία, δεδομένου πως στόχος μας είναι οι υψηλότερες ταχύτητες. «Εχουν ξεκινήσει να δίνονται επιδοτήσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερες επιχειρήσεις να μετακινούνται και αυτές σε υψηλότερες ταχύτητες. Σίγουρα η περαιτέρω ενθάρρυνση από την πολιτεία για τοποθέτηση οπτικής ίνας στις επιχειρήσεις αλλά και η μείωση των τιμών θα ανοίξουν τον δρόμο προς τις υψηλές ταχύτητες», εξηγεί.
Είναι ακριβά τα πακέτα Ιντερνετ στην Ελλάδα;
Η τελευταία έκθεση της Eurostat η οποία έδειχνε πως οι Ελληνες χρήστες του Ιντερνετ πληρώνουν πιο ακριβά από οποιονδήποτε άλλον Ευρωπαίο τη σύνδεση στο Διαδίκτυο ήταν το 2019. Τότε η Ελλάδα είχε διαφορά της τάξης του 63% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά τις τιμές χρήσης του Ιντερνετ και ήταν στη δεύτερη θέση πίσω από το Βέλγιο.
Το ελληνικό πακέτο (33,02 ευρώ) είναι ακριβότερο από τα αντίστοιχα της Γερμανίας (31,94 ευρώ), της Μεγάλης Βρετανίας (31,58 ευρώ), της Ισπανίας (29,41 ευρώ) και της Πορτογαλίας (29,25 ευρώ).
Σε πιο πρόσφατη διεθνή έρευνα της Cable.cο.uk για τις τιμές του Ιντερνετ του 2023 σε συνολικά 219 χώρες, η Ελλάδα βρίσκεται στην 79η θέση επί του συνόλου της παγκόσμιας λίστας, με το μέσο κόστος ενός μηνιαίου πακέτου στη χώρα μας να φτάνει τα 33,02 ευρώ. Το ελληνικό πακέτο είναι ακριβότερο από τα αντίστοιχα της Γερμανίας (31,94 ευρώ), της Μεγάλης Βρετανίας (31,58 ευρώ), της Ισπανίας (29,41 ευρώ) και της Πορτογαλίας (29,25 ευρώ).
Κάνοντας την ίδια ερώτηση στον κ. Βαρουτά, ο ίδιος απαντάει πως το Ιντερνετ στην Ελλάδα δεν είναι φθηνό, αλλά ούτε ακριβό, καθώς παίζει ρόλο πώς το μετράμε.
«Υπάρχουν δύο λόγοι που εξηγούν γιατί το Ιντερνετ δεν είναι φθηνό στην Ελλάδα. Αρχικά διότι υπάρχει ένα κόστος επενδύσεων που πρέπει να αποσβεσθεί, κατά δεύτερον επειδή διαφέρει η αγορά Ιντερνετ στο κινητό καθώς ο συνδρομητής πληρώνει συγκεκριμένο αριθμό megabyte ή gigabyte για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ενώ στο σταθερό πληρώνει ανάλογα με την ταχύτητα.
Στόχος είναι να πέσουν κι άλλο οι τιμές στην ταχύτητα των 100Mbps πλησιάζοντας τις αντίστοιχες των 24Mbps.
Η πρόβλεψη του ίδιου πάντως είναι πως δεν αργεί η στιγμή που η τιμή για το Ιντερνετ στα κινητά θα παγιωθεί όπως και στο σταθερό. Δηλαδή θα μιλάμε μόνο για ταχύτητα και όχι για ποσότητα και χρονικό περιορισμό, όπως γίνεται τώρα.
«Στόχος είναι να πέσουν κι άλλο οι τιμές στην ταχύτητα των 100Mbps πλησιάζοντας τις αντίστοιχες των 24Mbps, ώστε ο κόσμος να επιλέγει όλο και πιο υψηλή ταχύτητα», σημειώνει.
Ποιο είναι το δημοφιλέστερο πακέτο;
Σύμφωνα με την Εκθεση Ανοικτού Διαδικτύου της ΕΕΤΤ, το «δημοφιλέστερο» πακέτο σύμφωνα με τις μετρήσεις των χρηστών για το 2022 είναι το 100Mbps, το οποίο έχει πάνω από τις μισές μετρήσεις – 56%. Ακολουθούν το πακέτο 50Mbps, με 20% των μετρήσεων, και το πακέτο 24Mbps (DL), το οποίο έχει 20,04% των συνδέσεων.
Σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση της μέσης ταχύτητας στα σταθερά δίκτυα από το 2019 και μετά, καθώς και αύξηση του αριθμού των συνδρομητών σε δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς (VDSL, FTTH).
Ο αντιπρόεδρος της ΕΕΤΤ εξηγεί πώς η περίοδος της πανδημίας ήταν καθοριστική για να αλλάξει ο χάρτης της συνδεσιμότητας στην Ελλάδα.
«Πριν από την πανδημία δεν υπήρχε τόσο στην κουλτούρα μας η σύνδεση σε τόσες πλατφόρμες στην τηλεόραση. Αυτό σε συνδυασμό με την τηλεργασία οδήγησε στη σημαντική αύξηση της ζήτησης για υψηλότερες ταχύτητες Ιντερνετ στο σπίτι από τους συνδρομητές», τονίζει.
Φτάνοντας στο σήμερα, ο κ. Βαρουτάς επισημαίνει πως ο χρήστης έχει ποικιλία, καθώς μπορεί να συνδεθεί στο Ιντερνετ από το κινητό του ή από το σταθερό, ενώ στη σύνδεση εκτός από τον χαλκό προχωρούμε και στην οπτική ίνα στο σπίτι.
Ποια είναι τα πιο συχνά παράπονα που δέχεται η ΕΕΤΤ;
Το πρόβλημα πάντως με τις ταχύτητες και τη σύνδεση στο Ιντερνετ δεν αποδεικνύεται μόνο από τα αποτέλεσμα ερευνών, αλλά και τα παράπονα των χρηστών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που στάλθηκαν από τους παρόχους στην ΕΕΤΤ, για τα σταθερά δίκτυα κατά το 2022 υποβλήθηκαν συνολικά 121.297 παράπονα για κακή ποιότητα πρόσβασης στο Διαδίκτυο, εκ των οποίων τα 119.593 αφορούσαν ταχύτητες (98,6%). Αντίστοιχα, για τα κινητά δίκτυα υποβλήθηκαν 32.101 παράπονα ποιότητας Διαδικτύου, εκ των οποίων τα 31.870 αφορούσαν ταχύτητες (99,3%), ενώ αποζημιώσεις για θέματα ταχυτήτων δόθηκαν σε 1.061 συνδρομητές σταθερών δικτύων και σε 276 συνδρομητές κινητών δικτύων.
Σε πολλές περιπτώσεις φταίει ο πάροχος. Ωστόσο να σημειώσουμε πως τα παράπονα με τις ταχύτητες σχετίζονται και με το είδος της χρήσης του κάθε συνδρομητή.
«Σίγουρα τα παραπάνω νούμερα είναι υψηλά και σε πολλές περιπτώσεις φταίει ο πάροχος. Ωστόσο να σημειώσουμε πως τα παράπονα με τις ταχύτητες σχετίζονται και με το είδος της χρήσης του κάθε συνδρομητή.
Παραδείγματος χάριν δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που μια σταθερή σύνδεση δεν μπορεί να “σηκώσει” τη χρήση όλων των ατόμων του σπιτιού.
Επομένως αν μιλάμε για μια τετραμελή οικογένεια που όλοι συνδέονται στο Διαδίκτυο και παράλληλα σε αυτό είναι συνδεδεμένες όλες οι τηλεοράσεις, οι υπολογιστές, τα τάμπλετ κ.λπ., τότε είναι αναμενόμενο το πακέτο της μέσης ταχύτητας να μην επαρκεί».
Ποια είναι τα επόμενα βήματα;
Ποια είναι τα επόμενα βήματα;
Σύμφωνα με τον κ. Βαρουτά, τα επόμενα βήματα αφορούν τη μετάβαση στην οπτική ίνα και κατ’ επέκταση την κατάκτηση μεγαλύτερων ταχυτήτων, καθώς και τη δημιουργία ενός ασφαλούς πλαισίου χρήσης του Διαδικτύου.
Πρέπει να μεγαλώσει το δίκτυο παροχής ευρυζωνικών υπηρεσιών σε περισσότερες περιοχές και στη συνέχεια να δοθούν περισσότερες επιδοτήσεις για την εγκατάσταση δικτύων οπτικών ινών.
«Ο βασικός στόχος είναι τα επόμενα χρόνια να φύγουμε εντελώς από τον χαλκό και να μεταπηδήσουμε στη σύνδεση μέσω οπτικής ίνας. Για να συμβεί αυτό πρέπει να μεγαλώσει το δίκτυο παροχής ευρυζωνικών υπηρεσιών σε περισσότερες περιοχές και στη συνέχεια να δοθούν περισσότερες επιδοτήσεις για την εγκατάσταση δικτύων οπτικών ινών εντός των κτιρίων, με σκοπό τη διευκόλυνση της παροχής υπερυψηλών ταχυτήτων σε διαμερίσματα, γραφεία, καταστήματα κ.λπ.», εξηγεί ο ίδιος.
Σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, η Ε.Ε. υιοθέτησε πρόσφατα το Digital Services Act, ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που στοχεύει στην ασφαλή περιήγηση των χρηστών στο Διαδίκτυο. Επομένως, μια από τις προκλήσεις της ΕΕΤΤ αποτελεί η υποστήριξη του έργου και η αποτελεσματική εφαρμογή του στη χώρα μας.
Πηγή: Kathimerini