Σε 24 ή 48 δόσεις η αποπληρωμή οφειλών στην εφορία ανάλογα με τον χρόνο βεβαίωσης και άλλες προϋποθέσεις
Σε 24 ή 48 δόσεις θα μπορούν να ρυθμιστούν τα χρέη στην εφορία που θα βεβαιωθούν μετά την 1-1-2020, ενώ σε 12 δόσεις οι οφειλές του 2019, όπως προβλέπεται στο φορολογικό νομοσχέδιο.
Η νέα ρύθμιση πάντως προβλέπει προσαύξηση επιτοκίου κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα όταν το «σπάσιμο» των οφειλών υπερβαίνει τις 12 δόσεις και ελάχιστη δόση 30 ευρώ.
Στο νομοσχέδιο υπάρχει πρόβλεψη και για την ύπαρξη μπόνους για τους συνεπείς στη ρύθμιση οφειλέτες. Προβλέπεται ότι οι οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της νέας ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης, απαλλάσσονται από την πληρωμή ποσού που ισούται με το 25% των τόκων και έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Η απαλλαγή αυτή όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της τελευταίας δόσης.
Αν όμως η ρύθμιση δεν τηρηθεί και ο οφειλέτης κάνει δεύτερη φορά αίτηση υπαγωγής των ίδιων οφειλών σε ρύθμιση, ως βάση υπολογισμού του ποσού των τόκων που απαλλάσσονται, λαμβάνεται το σύνολο των τόκων που επιβαρύνουν τις οφειλές από την πρώτη υπαγωγή τους στη ρύθμιση και ως την εξόφλησή τους.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοσχεδίου, οι οφειλές προς την εφορία ρυθμίζονται:
σε δύο έως 24 μηνιαίες δόσεις,
έως 48 μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από φόρο κληρονομιών, από φορολογικό και τελωνειακό έλεγχο, καθώς και για μη φορολογικές και τελωνειακές οφειλές.
Ο αριθμός των δόσεων της ρύθμισης για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 48 δόσεις καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, κατά τα επόμενα, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης των 30 ευρώ.
Για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα, με βάση:
–το μέσο όρο του συνολικού εισοδήματός τους (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) κατά τα τελευταία τρία φορολογικά έτη πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, ή
–το συνολικό εισόδημα (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, για το οποίο έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο, και το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής ως εξής:
Το συνολικό εισόδημα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, όπως αυτός ορίζεται στο επόμενο εδάφιο.
Για εισόδημα:
αα) από 0,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%),
ββ) από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ με συντελεστή έξι τοις εκατό (6%),
γγ) από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ με συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%),
δδ) από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%),
εε) από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ με συντελεστή δώδεκα τοις εκατό (12%),
στστ) από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%),
ζζ) από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%),
ηη) πάνω από 100.000 ευρώ με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).
Ο ανωτέρω συντελεστής μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν. 4172/2013 (Α΄167), κατά μία εκατοστιαία μονάδα για ένα τέκνο, κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες για δύο τέκνα και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες για τρία τέκνα και άνω.
Το άθροισμα των γινομένων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν είχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για κανένα από τα φορολογικά έτη που λαμβάνονται υπόψιν για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, ή έχει υποβάλει μηδενικές δηλώσεις για όλα τα έτη αυτά, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης.
Για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής λαμβάνονται κάθε φορά υπόψιν και οι οφειλές από ανεξόφλητες κατά τον χρόνο της υπαγωγής δόσεις ρυθμίσεων οι οποίες χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της υποπερίπτωσης α’ (ii), στο βαθμό που ο χρόνος αποπληρωμής των δόσεων των προηγουμένων ρυθμίσεων συμπίπτει με τον χρόνο αποπληρωμής των δόσεων της ρύθμισης.
Για οφειλέτες νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, με βάση
-το μέσο όρο των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων των τριών τελευταίων πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση φορολογικών ετών για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, ή
-τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον αυτά είναι μεγαλύτερα. Τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, όπως αυτός ορίζεται στο επόμενο εδάφιο.
Για εσόδων:
αα) από 0,01 ευρώ έως 1.000.000 ευρώ με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%),
ββ) από 1.000.000,01 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ με συντελεστή επτά τοις εκατό (7%),
γγ) από 1.500.000,01 ευρώ και άνω με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%),
Το άθροισμα των γινομένων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης.
Σε περίπτωση που για όλα τα φορολογικά έτη με βάση τα οποία καθορίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη έχουν υποβληθεί μηδενικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης. Για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής λαμβάνονται κάθε φορά υπόψιν και οι οφειλές από ανεξόφλητες κατά τον χρόνο της υπαγωγής δόσεις ρυθμίσεων οι οποίες χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της υποπερίπτωσης α’ (ii), στο βαθμό που ο χρόνος αποπληρωμής των δόσεων των προηγουμένων ρυθμίσεων συμπίπτει με τον χρόνο αποπληρωμής των δόσεων της ρύθμισης.
Αν το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα έχει προβεί σε διακοπή εργασιών, ως συνολικό εισόδημα για τον υπολογισμό του αριθμού των δόσεων λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ακαθάριστο εισόδημα, του φορολογικού έτους διακοπής εργασιών.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται χαμηλότερος συντελεστής για νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που ασκούν αποκλειστικά ή κυρίως ορισμένες δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη κάθε πρόσφορο στοιχείο σχετικά με τους συντελεστές κερδοφορίας των δραστηριοτήτων αυτών.
Ο αριθμός των δόσεων που καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση για οφειλές της υποπερίπτωσης α’ (ii), δεν μπορεί να είναι μικρότερος των είκοσι τεσσάρων (24), υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης. Ο οφειλέτης μπορεί να επιλέξει την αποπληρωμή σε λιγότερες των είκοσι τεσσάρων (24) μηνιαίων δόσεων.
γ. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, επιτρέπεται, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων α’ και β’, η υπαγωγή της ίδιας οφειλής ανά οφειλέτη στη ρύθμιση του παρόντος για δεύτερη φορά και για αριθμό δόσεων, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά το χρόνο απώλειας της ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, για την εκ νέου υπαγωγή απαιτείται η προκαταβολή ποσού διπλάσιου της μηνιαίας δόσης. Το ποσό προκαταβολής δηλώνεται από τον οφειλέτη κατά την υποβολή του αιτήματος υπαγωγής στη ρύθμιση και καταβάλλεται εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης. Οι υπόλοιπες δόσεις της ρύθμισης καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
δ. Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης της ρύθμισης ορίζεται σε τριάντα (30) ευρώ.
Η περιπτ. 3 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η υπαχθείσα στη ρύθμιση βασική οφειλή επιβαρύνεται, από την ημερομηνία υπαγωγής, αντί των κατά Κ.Ε.Δ.Ε. και κατά ν. 4174/2013 (Α΄170) τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, με τόκο ως εξής:
α) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως δώδεκα (12) δόσεις, ο τόκος υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον είκοσι πέντε εκατοστών της εκατοστιαίας μονάδας (0,25%), ετησίως υπολογιζόμενο. Το επιτόκιο υπολογισμού του τόκου αναπροσαρμόζεται ετησίως, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του επομένου μήνα από αυτόν της δημοσίευσης του ως άνω μέσου ετήσιου επιτοκίου και ισχύει για όλες τις ρυθμίσεις που χορηγούνται μέχρι τον επανακαθορισμό του το επόμενο έτος. Το επιτόκιο παραμένει σταθερό καθ` όλη τη διάρκεια της ρύθμισης.
β) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο της ανωτέρω περίπτωσης α΄, με βάση το οποίο υπολογίζεται ο τόκος, προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%). Ο ως άνω τόκος είναι ετησίως υπολογιζόμενος και παραμένει σταθερός καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης .
γ) Σε περίπτωση απώλειας και υπαγωγής των ίδιων οφειλών στη ρύθμιση για δεύτερη φορά από τον ίδιο οφειλέτη, τα επιτόκια των υποπεριπτώσεων α’ και β’ προσαυξάνονται κατά μιάμιση (1,5) ποσοστιαία μονάδα.Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύουν για οφειλές από δασμούς.
δ) Τα επιτόκια των προηγουμένων υποπεριπτώσεων δεν υπερβαίνουν τα επιτόκια που ορίζονται για την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) και της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 356/1974 (Α’ 90).
ε) Για οφειλές από δασμούς, και ανεξαρτήτως του αριθμού των δόσεων της ρύθμισης αυτών, το επιτόκιο υπολογισμού του τόκου ισούται με το εκφρασμένο σε ετήσια βάση και δημοσιευμένο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησής της την πρώτη ημέρα του μήνα λήξης της προθεσμίας καταβολής τους, για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, ή την πρώτη ημέρα του μήνα βεβαίωσης τους, για τις μη ληξιπρόθεσμες οφειλές, προσαυξημένο κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Το επιτόκιο παραμένει σταθερό καθ` όλη τη διάρκεια της ρύθμισης και δεν προσαυξάνεται λόγω υπαγωγής της συγκεκριμένης κατηγορίας οφειλών σε ρύθμιση για δεύτερη φορά από τον ίδιο οφειλέτη. Τόκος δεν υπολογίζεται, εφόσον οι ρυθμιζόμενες οφειλές δεν υπερβαίνουν ανά πράξη βεβαίωσης το ποσό των δέκα (10) ευρώ.»
Η περίπτ. 15 της υποπαρ. Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου ν. 4152/2013 τροποποιείται ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ δύνανται να καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπαγωγής στις ανωτέρω διατάξεις και μέσω διαδικτυακής εφαρμογής της ΑΑΔΕ οι φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες πρέπει να εκπληρώνονται για να μην απωλεσθεί η ρύθμιση, οι περιπτώσεις για τις οποίες η φορολογική διοίκηση θα απαιτεί υποχρεωτικά την πληρωμή της ρύθμισης μέσω πάγιας εντολής στους φορείς είσπραξης, επιπλέον όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να καθίσταται ενεργή η ρύθμιση, οι λεπτομέρειες και κάθε ειδικότερο θέμα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού».
Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για οφειλές που βεβαιώνονται στις Δ.Ο.Υ., τα ελεγκτικά κέντρα και τα τελωνεία μετά την 1.1.2020.
Με την επιφύλαξη των οφειλών από δασμούς, για τις οποίες δεν έχει εφαρμογή η παρούσα παράγραφος, οφειλές που είχαν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία έχει απωλεσθεί μέχρι την 1.1.2020, δύνανται να ενταχθούν στην παρούσα ρύθμιση υπό τους όρους και προϋποθέσεις αυτής μόνο μία φορά, με το επιτόκιο που καθορίζεται σύμφωνα με την υποπερίπτωση γ΄ της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου Α2 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 και ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά το χρόνο απώλειας της ρύθμισης ή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.
Ειδικά για ρυθμίσεις που χορηγούνται από 1.1.2020 έως τις 31.1.2020, με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για τον καθορισμό του επιτοκίου της υποπερ. α’ της περ. 3 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 λαμβάνεται υπόψιν το μέσο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις του τρίτου τριμήνου του 2019, όπως αυτό δημοσιεύεται από την της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το άρθρο 43 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) καταργείται για οφειλές που βεβαιώνονται στη Φορολογική Διοίκηση μετά την 1.1.2020.