Η θρυλική πλαζ της Αγίας Τριάδας και η ιστορία της - THERMISnews.gr

Τελευταία Νέα:

Η θρυλική πλαζ της Αγίας Τριάδας και η ιστορία της



Ένας τόπος ονείρου πλάι στη Θεσσαλονίκη.

Εκεί που στα στενάκια του χωριού μπορούσες να βρεις παραδοσιακά σπίτια ψαράδων, τα λεγόμενα προσφυγικά.
Εκεί υπήρξε η πλαζ της Αγίας Τριάδας. Μάθε την ιστορία της.







Η πάλαι ποτέ ξακουστή Αγία Τριάδα

Αγία Τριάδα, μια πόλη μικρή που βρίσκεται ανατολικά του νομού Θεσσαλονίκης και απέχει από το κέντρο της πόλης μόλις 25 χιλιόμετρα. Μια παραλιακή κωμόπολη με εκτεταμένο αμμώδες παραλιακό μέτωπο, το οποίο περιβάλλεται στο χερσαίο τμήμα του από πυκνή και εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς βλάστηση.

Άγνωστη για αρκετούς, ανάμεσα τους και εγώ, με ένα όμως αξιοζήλευτο παρελθόν και ένα, δυστυχώς, μετέωρο παρόν και αβέβαιο μέλλον. Οι στιγμές δόξας που βίωσε ο τόπος κατά το παρελθόν ήταν αρκετές.

Στιγμές που τον στιγματίσουν και τον ανήγαγαν σε ένα από τα σημαντικότερα παραθεριστικά θέρετρα της βορείου Ελλάδος. Ίχνη, λείψανα, κάποιων δομών μαρτυρούν ότι κάποτε, παλιά, πίσω στο χρόνο, σε μια άλλη εποχή κάτι αξιόλογο υπήρχε στην παραλία της Αγίας Τριάδας. Μια εικόνα που δυστυχώς δύσκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί σήμερα. Σήμερα που τα φώτα της δημοσιότητας έχουν σβήσει.

Η ιστορία της περιοχής ξεκίνησε το 1923, οπότε και μετοίκησαν οι πρώτοι κάτοικοι, πρόσφυγες των χωριών Εξάστερο Ανατολικής Θράκης, Οικονομείο Ανατολικής Θράκης και Ποντοηράκλεια Μικράς Ασίας.

37.387 πρόσφυγες κατέφθασαν στη Θεσσαλονίκη μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, εκ των οποίων 1.754 κατέφυγαν στα νοτιοανατολικά παράλια του Θερμαϊκού κόλπου δημιουργώντας 3 οικισμούς, την Αγία Τριάδα, τους Νέους Επιβάτες και την Περαία.

Στο χωριό Λευκή Βρύση, τη σημερινή Αγία Τριάδα, εγκαταστάθηκαν 85 οικογένειες. Λόγω της εγγύτητας της με τη θάλασσα οι νέοι κάτοικοι δραστηριοποιήθηκαν γρήγορα στον τομέα της αλιείας, ενώ η γειτνίαση με καλλιεργήσιμες εκτάσεις, εκεί που σήμερα αναπτύσσονται διάφοροι οικισμοί, τους έδωσε τη δυνατότητα να ενασχοληθούν και με τον κλάδο της γεωργίας.

Αυτό όμως που έκανε την περιοχή να ξεχωρίσει και να αναπτυχθεί, ιδίως τις δεκαετίες ’60 και ’70, ήταν η ανάδειξη της σε πολυσύχναστο θερινό θέρετρο της Θεσσαλονίκης.

Ένας μικρός παραθεριστικός παράδεισος

Η παραλία στο άλλοτε ψαροχώρι της Αγίας Τριάδας κατάφερε να κερδίσει, σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μια θέση στην καρδιά τόσο των Θεσσαλονικιών όσο και του λοιπού πληθυσμού που κατοικούσε εκτός αυτής. Μια θέση που κατέκτησε επάξια για τα καθαρά νερά της, τις μυθικές ανέσεις και παροχές της πλαζ της, τη λειτουργία του κοινοτικού αναψυκτήριου “Άκτιον”, τα beach party της που φιλοξενούσαν συναυλίες γνωστών συγκροτημάτων καθώς και τα καλλιστεία που λάμβαναν χώρα στην ακτή της.



Η οργανωμένη λαϊκή πλαζ της ακτής Θερμαϊκού θεμελιώνεται το 1960 υπό την αιγίδα του Ε.Ο.Τ. και σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Εμ. Βουρέκα, Π. Σακελλάριου και Π. Βασιλειάδη, Οι αρχιτέκτονες, έργων των οποίων ήταν και οι αντίστοιχες εγκαταστάσεις στη Βουλιαγμένη και στη Γλυφάδα, φρόντισαν η νέα κοσμική πλαζ να ακολουθήσει τα χνάρια και τις προδιαγραφές ανάλογων, λιγοστών όμως στον αριθμό, πλαζ μεγάλων παραθεριστικών θερέτρων του κόσμου.

Κόσμησαν λοιπόν την πλαζ με ομπρέλες, ξαπλώστρες, καμπίνες για αλλαγή ρούχων, αυτόματα ντουζ, ψύκτες νερού, θεματικά παρκάκια, τσουλήθρες μέχρι και μπαρ για καφέ και σάντουιτς. Το μεσογειακό πρόσωπο της πόλης ενισχύθηκε και μαζί του αναπτερώθηκε και η τουριστική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής.



Οι Θεσσαλονικείς δεν ήταν οι μόνοι που προτιμούσαν την πλαζ της Αγίας Τριάδας. Ανάμεσα στους λουόμενους μπορούσες να βρεις ανθρώπους τόσο από την ενδοχώρα όσο και από το εξωτερικό. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Ολλανδός πρωθυπουργός που κατέφθανε ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι στην πλαζ της Αγίας Τριάδας με το τροχόσπιτο του για να απολαύσει τις διακοπές του.

Η άνοδος του τουρισμού και της κινητικότητας στην πλαζ ήταν αδύνατο να μην επηρεάσει και την τουριστική ανάπτυξη του οικισμού της Αγίας Τριάδας. Ευτυχώς όμως παρά τις ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν ο οικισμός δε δόθηκε βόρα σε εργολάβους και δεν έχασε το χαρακτήρα του. 

Για αυτό ίσως να ευθύνεται και το μικρό εμβαδόν των οικοπέδων του, το οποίο δεν επέτρεπε την εντατική οικοδόμησή του. Όπως και να έχει όμως, το χωριό παρέμεινε ένα προσφυγικό χωριό με χαμηλά κτίσματα, κυρίως παραδοσιακά σπίτια ψαράδων, και μικρά στενάκια γεμάτα πράσινο και λουλούδια.



Πολλοί εργαζόμενοι της πόλης λοιπόν, κάθε πρωί της Κυριακή επιβιβαζόντουσαν στα καραβάκια της γραμμής με προορισμό την πλαζ της Αγίας Τριάδας. Η δύση του ηλίου σηματοδοτούσε τον απόπλου τους, την επιστροφή στην αστική ρουτίνα της καθημερινότητας τους.


Η προσωρινή διαφυγή τους τους ανανέωνε και τους γέμιζε με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μια καινούργια Δευτέρα. Μερικοί κουβαλούσαν μαζί τους και το φαγητό τους. 

Την ώρα του μεσημεριού η παραλία ντυνόταν με τραπεζομάντηλα που φιλοξενούσαν το μεσημεριανό κάθε οικογένειας, η οποία γευμάτιζε με τα μπανιερά της κάτω από την ομπρέλα που ενίοτε έφερε μαζί της. Και μετά το γεύμα· η καθιερωμένη σιέστα. Η αμμουδιά λειτουργούσε, και εξακολουθεί να λειτουργεί, σα μια πολυμορφική

 επιφάνεια. 



Μεταλλάσσεται σε τραπέζι, σαλόνι και κρεβάτι. Αξίζει να σημειωθεί πως για όσους δεν έφταναν εξοπλισμένοι στην ακτή με τα καλαθάκια τους υπήρχαν αρκετές ταβέρνες που προσφέρονταν για ένα απολαυστικό μεσημεριανό, ενώ για τους λάτρεις των ελληνικών ταινιών λειτουργούσε και θερινός κινηματογράφος, με το όνομα “Ποσειδών”.



Η θέσπιση και λειτουργία της νέας λαϊκής πλαζ από το Ε.Ο.Τ ήρθε να αλλάξει, να αναδιαμορφώσει τις συνθήκες εντός των ορίων της παραλίας της. Η έκταση, συνολικής επιφάνειας 84 στρεμμάτων, που καταλάμβανε η πλαζ μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν απομακρυσμένη και αχρησιμοποίητη ενώ η επιλογή της προέκυψε έπειτα από εμπεριστατωμένη έρευνα. 

Το νέο κτιριακό συγκρότημα απαρτιζόταν από τρία κυρίως κτίρια που λειτουργούσαν ως οι πυλώνες του όλου εγχειρήματος· το εστιατόριο, οι καμπίνες και το αναψυκτήριο.



Το εστιατόριο, σε μοντέρνο ύφος με πλάκες από οπλισμένο σκυρόδεμα και μεταλλικές κολώνες, αναπτυσσόταν σε δύο ορόφους και έδινε τη δυνατότητα σε όλους τους λουόμενους να γευματίσουν εντός του παρέχοντάς τους όλες τις ανέσεις που μπορεί να φανταστεί κανείς καθώς επίσης και μια πανοραμική θέα της Θεσσαλονίκης.

Το αναψυκτήριο από την άλλη εκτείνονταν σε ένα επίπεδο και δίδονταν για ένα πιο πρόχειρο, γρήγορο γεύμα με ένα σάντουιτς και μια πορτοκαλάδα να είναι μια άκρως ικανοποιητική επιλογή. Συμπληρωματικά των τριών κύριων κτιρίων λειτουργούσαν αποθήκες, γραφεία, ένας σταθμός πρώτων βοηθειών, υπηρεσίες λιμεναρχείου και τηλεφωνικό κέντρο. 

Χώροι πρασίνου, μεγάλες επιφάνειες γκαζόν αλλά και δενδροφυτεύσεις, έντυναν και συμπλήρωναν το σύνολο των υποδομών, ενισχύοντας με αυτό το τρόπο το φυσικό κάλλος της περιοχής.



Η πρώτη επαφή του λουόμενου με τις νέες υποδομές της πλαζ πραγματοποιούταν στα ταμεία της εισόδου όπου εκεί έπρεπε να καταβάλει το ανάλογο αντίτιμο, 3 δραχμές τα Σαββατοκύριακα και 5 δραχμές τις καθημερινές. 

Αμέσως μετά την καταβολή του εισιτηρίου επισκεπτόταν την πρωτεύουσα παροχή της οργανωμένης πλαζ, τις καμπίνες. Οι καμπίνες εξαπλώνονταν σε δυο τμήματα της έκτασης της πλαζ, με το ένα να διαθέτει 36 καμαρούλες ενώ το άλλο 64.



Οι νέες αυτές ξύλινες καμπίνες, που δεν είχαν καμία σχέση με εκείνες του παρελθόντος με το λυγισμένο καρφί αντί για μάνταλο, μπορούσαν να εξυπηρετήσουν άνετα και γρήγορα αρκετό κόσμο ταυτόχρονα. Εντός των κομψών και ευρύχωρων καμπινών ο λουόμενος έβρισκε έναν καθρέφτη και έναν πάγκο στον οποίο μπορούσε να καθίσει για να αλλάξει ή να ακουμπήσει για λίγο τα πράγματα που έφερε μαζί του.

Αφού άλλαζε στην “επίσημη” ενδυμασία της θαλάσσης, μέσω ενός παραθύρου που βρισκόταν στο πίσω μέρος της καμπίνας παρέδιδε το ρουχισμό του στον αρμόδιο για τη φύλαξή του μέχρι το πέρας της παραμονής του. 

Η ατμόσφαιρα εντός των καμπινών λόγω του κενού που άφηναν οι θολωτές στέγες τους, οι οποίες ήταν κατασκευασμένες από μπετόν επενδυμένο με λευκό επίχρισμα και εξασφάλιζαν τη στήριξη τους χάρη στην ύπαρξη των μπλε μεταλλικών κολώνων, ήταν κάθε άλλο παρά αποπνικτική. Με τον τρόπο αυτό ενισχύονταν το ανάλαφρο, μοντέρνο και μεσογειακό ύφος των υποδομών.



Η κάθοδος από το χώρο των αποδυτηρίων στη θάλασσα γινόταν με δυο τρόπους. Είτε πατώντας απευθείας πάνω στη λεπτή, νεοεισαχθείσα, άμμο με κίνδυνο κατά τη διάρκεια μιας αρκετά ζεστής ημέρας να καούν οι πατούσες του θαρραλέου λουόμενου ή χρησιμοποιώντας την ξύλινη πλατφόρμα που είχε τοποθετηθεί για τη διευκόλυνσή της μετάβασής του. 

Μια λεπτή γραμμή που ένωνε το τεχνικό περιβάλλον με το φυσικό, μια σύνδεση που άλλοτε γινόταν διάδρομος τρεξίματος για τα μικρά παιδιά και άλλοτε διάδρομος πασαρέλας για τους ενήλικες.

Ακριβώς δίπλα από τον πλακόστρωτο διάδρομο που αγκάλιαζε τις εγκαταστάσεις των αποδυτηρίων και την ξύλινη πλατφόρμα είχαν τοποθετηθεί τα αυτόματα ντουζ. Μια πολυγωνική τσιμεντένια “πίστα”, με ύψος κάποιων εκατοστών και γεμάτη νερό φιλοξενούσε στο κέντρο της μια κυκλική βάση με τέσσερις ντουζιέρες.

Με το πάτημα της κυκλικής βάσης οι ντουζιέρες ενεργοποιούνταν και νερό άρχιζε να τρέχει και να γλιστράει πάνω στο σώμα του λουόμενου παίρνοντας μακριά κάθε αίσθηση αλμύρας του είχε αφήσει η θάλασσα. Στην περίπτωση που ήθελε απλά να βρέξει μόνο τα πόδια του για να απομακρύνει τους κόκκους της άμμου που είχαν προσκολλήσει πάνω του μπορούσε να τα μουσκέψει στο νερό που γέμιζε την πολυγωνική “πίστα”.

Καθαρός και ανανεωμένος επιδίδονταν στην αναζήτηση του καλύτερου μέρους για να αναπαυθεί. Υπό την ασφάλεια της σκιάς ή και όχι, ανάλογα με τις επιθυμίες του. Καθ’ όλη την έκταση της παραλίας ήταν σπαρμένες πληθώρα περγκολών και πολύχρωμων ομπρελών που παρείχαν απλόχερα τη σκιά τους. Εκεί θα μπορούσε να ξαποστάσει και να απολαύσει άνετος, πίνοντας τη λεμονάδα του το θέαμα των χιλιάδων λουόμενων, το δροσερό θαλασσινό αέρα και τη θέα της πόλης.

Οι πέργκολες ακολουθούσαν το ύφος των αποδυτηρίων. Επίπεδη οροφή αυτή τη φορά, επενδυμένη με καλαμωτή και μπλε μεταλλικές κολώνες για τη διαφύλαξη της στήριξής της. Οι κλασσικές πολύχρωμες ομπρέλες συνδυάζονταν με ένα σύνολο μεταλλικών κιοσκίων που ήταν διάσπαρτα τοποθετημένα σε όλη την έκταση της πλαζ.

Τέσσερα μεταλλικά υποστυλώματα που μπήγονταν εντός της άμμου και ένα μεταλλικό πλαίσιο στο οποίο δένονταν διάφορα πολύχρωμα υφάσματα ήταν αρκετά για να τον προστατεύσουν από τις ζεστές ακτίνες του ήλιου και να δώσουν ζωντάνια και παλμό στην ακτή. Μεταλλικές πολύχρωμες καρέκλες και παγκάκια με μεταλλικό σκελετό και ξύλινες σανίδες που ενίοτε λειτουργούσαν ως ξαπλώστρες συμπλήρωναν τον μη σταθερό παραλιακό εξοπλισμό της πλαζ.



Η χωροθέτησή τους ήταν τυχαία και δε θυμίζει σε τίποτα τη σύγχρονη στοίχιση των ομπρελοκαθισμάτων. Τόσο οι καρέκλες όσο και οι πάγκοι αφήνονταν ελεύθεροι στην διάθεση και επιθυμία του χρήστη. Χωρίς κανένα περιορισμό ο λουόμενος μπορούσε να μεταφέρει το κάθισμα του απομονώνοντας τον εαυτό του από τους γύρω του ή μεγαλώνοντας την παρέα του, με θέα προς τη θάλασσα ή με την πλάτη προς αυτήν. Πληθώρα επιλογών που μετέβαλαν τη σκηνή της πλαζ διαρκώς.

Και η γυμναστική όμως είχε χώρο σε τούτο το φανταστικό τόπο. Εντός της έκτασης, αν και φαντάζει ιδιόμορφο, ο λουόμενος μπορούσε να γυμναστεί είτε ατομικά είτε ομαδικά. Γήπεδα βόλεϊ, μπάσκετ και τένις δίδονταν για διασκέδαση και επίδειξη δεξιοτήτων, ενώ στην περίπτωση που αρεσκόταν σε ατομική άθληση υπήρχε ειδικός χώρος εμπλουτισμένος με διάφορα όργανα σωμαασκίας, όπως μονόζυγα, πολύζυγα, σκάμματα για άλματα κ.α. Εντός της θάλασσας ο συνδυασμός διασκέδασης και άθλησης δεν έπαυε να υφίσταται. Μεταλλικές τσουλήθρες εντοπίζονταν στα πρώτα μέτρα της θάλασσας ενώ στα πιο βαθιά ο φιλόδοξος σκιέρ επιδιδόταν σε θαλάσσιο σκι.

Ιδιαίτερη νότα στο χώρο προσέδιδαν, είτε βρισκόταν σε χρήση είτε όχι, τα κανό κόκκινου χρώματος και τα ποδήλατα θαλάσσης.



Πέρα όμως από τον ενήλικα λουόμενο ειδική μέριμνα δόθηκε και για τον ανήλικο της πλαζ. Ένας ειδικός παιδικός κήπος με κούνιες, τραμπάλες και άλλα παρεμφερή παιχνίδια έδινε την ευκαιρία στο μικρό επισκέπτης της παραλίας να διασκεδάσει αφήνοντας τους γονείς του ξέγνοιαστους, να απολαύσουν το χρόνο τους στην πλαζ. Η διασφάλιση της ακεραιότητας του παιδιού ενισχύονταν από την ύπαρξη ενός κατάλληλα εκπαιδευμένου νηπιαγωγού που βρισκόταν συνεχώς στο πάρκο.

Η μουσική και ο χορός δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν από το στολίδι του Θερμαϊκού. Τα beach party που προμοτάριζε η εφημερίδα Θεσσαλονίκη και λάμβαναν χώρα στο κοινοτικό αναψυκτήριο “Άκτιον”, το οποίο άνοιξε τις πύλες του για το κοινό πρώτη φορά το 1957, έχουν αποτυπωθεί βαθιά στις αναμνήσεις κάθε κατοίκου της πόλης. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 τα εν λόγω party καθιερώθηκαν και έγιναν το ραντεβού για όλους τους νέους της εποχής που κατέφθαναν σωρηδόν στην πλαζ.

Κάθε Σαββατοκύριακο από τον Μάιο μέχρι τα τέλη του Αυγούστου η άφιξη των καραβακίων γύρω στις 4 το απόγευμα όριζε την έναρξη του ξεφαντώματος, το οποίο δε σταματούσε πριν τις 8 το βράδυ, οπότε και αναχωρούσε το τελευταίο καραβάκι για το Λευκό Πύργο. Δεν ήταν όμως λίγες οι φορές που η παραλία μετατράπηκε σε ένα “άνετο κρεβάτι” για τον ξεχασιάρη επισκέπτη της που δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο τελευταίο καραβάκι. Αποτέλεσμα της ανεμελιάς του ήταν η παραμονή του στην πλαζ να επεκτείνονταν μέχρι το επόμενο πρωινό.

Η εικόνα που θα αντίκριζε όποιος επισκεπτόταν εκείνη την περίοδο την πλαζ της Αγίας Τριάδας μπορεί να μεταφερθεί μέσα από τις εξής λέξεις : πολύχρωμες ομπρέλες, βυσσινί πάλκο, κοκκινωπά τραπεζάκια, κοκα κόλα, 7up και βερμούτ στο χέρι. Ένα πολύωρο party με τραγούδια, μουσική και διαγωνισμούς χορού και ομορφιάς. Οι μπάντες της τότε εποχής, Ολύμπιανς, Ρενάλντι, Τρελά Παιδιά, Σνόουμπολς, Βόρειοι, Απ Τάιτ, Άιντολς Τέρης Χρυσός και πολλοί άλλοι, μοιράζονταν τα τραγούδια τους με τους εκατοντάδες νέους που τους αποθέωναν πάνω στην αμμουδιά αλλά και τους λουόμενους που απολάμβαναν το μπάνιο τους.

Για κάθε διαγωνισμό υπήρχαν και ανάλογα έπαθλα, συχνά δίσκοι της ΛΥΡΑ, ρούχα, καλλυντικά και προσφορές από εμπορικά καταστήματα. Ο διαγωνισμός όμως που άφησε εποχή ήταν ο χορός του λεμονιού. Κατά τον χορό αυτόν τα ζευγάρια χόρευαν σέικ προσπαθώντας να κρατήσουν ένα λεμόνι ανάμεσα στα δύο μέτωπά τους. Η προσέλευση του κόσμου σε κάθε party ήταν τεράστια καθώς κάθε διοργάνωση φιλοξενούσε περίπου 5.000 άτομα, τη στιγμή που αντίστοιχες διοργανώσεις στην Αθήνα συγκέντρωναν το πολύ 1.000 άτομα.



Η Miss Party με τολμηρό, για τα δεδομένα της εποχής, μαγιό “κέρδιζε” ένα μέρος από το πρωτοσέλιδο της Δευτέρας και “εκτόξευε” τις πωλήσεις της Θεσσαλονίκης από 50.000 αντίτυπα που ήταν το σύνηθες σε 80.000. Παράλληλα γινόντουσαν και καλλιτεχνικοί διαγωνισμοί με σκοπό την ανάδειξη νέων συγκροτημάτων με όνειρο την ηχογράφηση του δικού τους δίσκου. Στην πλαζ λάμβαναν χώρα οι προημιτελικοί ενώ οι τελικοί πραγματοποιούνταν το φθινόπωρο στο Παλαί Ντε Σπορ.

Η λειτουργία του συγκροτήματος ολοκληρωνόταν μέσω ενός συνόλου στεγασμένων μικροκαταστημάτων. Εκεί κάθε επισκέπτης μπορούσε να προμηθευτεί οτιδήποτε επιθυμούσε από εφόδια τόσο για το μπάνιο του όσο και για την παραμονή του στην πλαζ. Το συγκρότημα των μικροκαταστημάτων διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο στην περιοχή ανάπλασης καθώς της προσέδιδε μια αίσθηση αυτοτέλειας. Ο λουόμενος δε χρειαζόταν να εξέλθει από αυτή για να προμηθευτεί κάτι που μπορεί να είχε ξεχάσει να φέρει μαζί του, αρκούσε μια επίσκεψη στα μικρά μαγαζάκια της πλαζ.

Το κόστος του όλου εγχειρήματος αν και αρχικά είχε ορισθεί στα 3.900.000 δραχμές τελικά έφτασε στα 6.000.000 δραχμές. Προσθήκες όπως ο πλακοστρωμένος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, ο δρόμος που θα ένωνε το δημόσιο δρόμο με την πύλη της πλαζ και διάφορες διαπλατύνσεις εκτόξευσαν το συνολικό κόστος.

Ένα κόστος που ανέλαβε ο ελληνικός οργανισμός τουρισμού με σκοπό την μετέπειτα εκμίσθωση των διάφορων εγκαταστάσεων σε ιδιώτες. Οι ιδιώτες που μετά από πλειστηριασμό θα αναλάμβαναν τη λειτουργία των υποδομών θα έπρεπε να τηρούν μια κύρια υποχρέωση, τη διατήρηση και διαφύλαξη του “λαϊκού χρώματος” που χαρακτήριζε την πλαζ. Μετά την πληρωμή του παράβολου στα ταμεία εισόδου θα έπρεπε να παρέχονται στο λουόμενο το δικαίωμα του μπάνιου, η χρήση της καμπίνας και η διαφύλαξη του ρουχισμού του στην ιματιοθήκη.

Όλες οι υπόλοιπες παροχές ήταν προαιρετικές και ο λουόμενος δεν ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει για κάτι που δεν ήθελε. Τα ισχνά βαλάντια όμως του λαού σε συνδυασμό με τα έξοδα για τη μετάβαση στην πλαζ, το εισιτήριο του λεωφορείου ανέρχονταν στις 12 δραχμές, μόνο λαϊκή δε χαρακτήριζαν την απόδραση για λίγες στιγμές δροσιάς. 

Παρόλα αυτά ο κόσμος έρεε να περάσει λίγες στιγμές χαλάρωσης στη νέα πλαζ του Θερμαϊκού. Προκειμένου δε να εξυπηρετούνται οι ορδές του κόσμου που προσέγγιζαν την πλαζ από τη θάλασσα κατασκευάστηκε στην ανατολική της είσοδο τσιμεντένια σκάλα αναδιαμορφώνοντας έτσι το δρομολόγιο Περαία - Μπαξέ - Αγία Τριάδα σε Περαία – Μπαξέ – Πλαζ – Αγία Τριάδα και σε ώρες αιχμής Λευκός Πύργος – Πλαζ.

Η κινητικότητα της πλαζ ενισχύθηκε περαιτέρω από τη στιγμή που στην περιοχή δημιουργήθηκε ο χώρος κατασκήνωσης του Ε.Ο.Τ. και το ξενοδοχείο “SUN BEACH”. Οι τουριστικοί αυτοί πόλοι λειτουργούσαν συμπληρωματικά της πλαζ, τροφοδοτώντας της τόσο αυτοί με κόσμο όσο και το αντίστροφο.

Το camping άρχισε την οικοδόμησή του τη δεκαετία του ’60 στο ανατολικό όριο του οικισμού της Αγίας Τριάδας, ακριβώς δίπλα από το όριο της πλαζ. Σε ένα μέρος που μέχρι πριν λίγο διεκδικούσαν τα πιο εύφορα αμπέλια της περιοχής. Ίσως αυτός να ήταν και ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τις αντιδράσεις που ακολούθησαν κατά τη διαδικασία των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων.

Ένα εγχείρημα άγνωστο για τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι μέχρι τότε εξασφάλιζαν το βιός τους από την θάλασσα και τις γεωργικές εκτάσεις. Το μέλλον όμως, όπως έδειξε η ιστορία, έμελλε να είναι λαμπρό. Μέχρι το 1968 είχαν πραγματοποιηθεί τρις υποχρεωτικές απαλλοτριώσεις ώστε να εξασφαλισθούν τα 124 στρέμματα που απαιτούνταν για τη δημιουργία του camping.



Ενός camping με πρωτοφανείς ανέσεις σε σχέση με τα μέχρι τότε πρότυπα και προσφερόταν τόσο για διαμονή εντός σκηνής όσο και για διαμονή με τροχόσπιτο. Τη δεκαετία του 1970 υλοποιείται και η ξενοδοχειακή μονάδα “SUN BEACH”, ένα βασικό παραθεριστικό ξενοδοχείο που αρχικά απευθυνόταν στους πιο εύπορους παραθεριστές. Οι νέες και οι νέοι όμως της εποχής βρήκαν πρόσφορο έδαφος στη ντισκοτέκ του ξενοδοχείου και μετέφεραν το party της πλαζ εντός της.

Εκεί υπό το ημίφως και τον καπνό που πλανιόταν στον αέρα νέες και νέοι χόρευαν υπό την υπόκρουση αμερικάνικων τραγουδιών. Η ερωτική διάθεση και το παιχνίδι των γνωριμιών δεν σταματούσε απλά άλλαζε τοπίο, από τον ανοιχτό χώρο της παραλίας στο κλειστό χώρο της αίθουσας.

“Ακόμα θυμάμαι τις ουρές που σχημάτιζαν τα αυτοκίνητα τα Σαββατοκύριακα. Ουρές σε δρόμους στενούς, που δεν θυμίζουν τίποτα από τους σημερινούς και έφεραν πάνω τους μια μεγάλη αναμονή και ταλαιπωρία. Η δικαίωση όμως δεν αργούσε να ‘ρθει. Η θέαση της θάλασσας και η στιγμή που τα πόδια μου άγγιζαν το νερό με έκαναν να ξεχνώ ότι είχε προηγηθεί…Να εδώ, πίσω από αυτή τη σκάλα κάναμε μπάνιο όσο ο Μπίλης (ο παππούς μου) δούλευε σερβιτόρος σε κάποιο ταβερνάκι της περιοχής. “

μαρτυρία _ Κατραντζή Έλενα

Η κινηματογραφική ματιά της πλαζ

Η φήμη του αγνού αυτού τόπου κέντρισε και το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη και της Φίνος Φιλμ. Η λαϊκή πλαζ της Αγίας Τριάδας κατάφερε το 1964 να “τρυπώσει” σε κάθε νοικοκυριό της χώρας παρουσιάζοντας του τα κάλλη της. Τη θάλασσα που αγκαλιάζει την πλούσια αμμουδιά της και το κατάφυτο περίγυρο της καθώς και τις εγκαταστάσεις που κούμπωσαν προσεχτικά επάνω της.

Τη χρονιά αυτή λοιπόν διεξήχθησαν στην πλαζ τα γυρίσματα της γνωστής ταινίας της Φίνος Φιλμ “Κάτι να καίει” με πρωταγωνιστές όλα τα “μεγάλα” ονόματα της εποχής, τον Ντίνο Ηλιόπουλου, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τη Μάρθα Καραγιάννη, τη Χλόη Λιάσκου, τον Αλέκο Τζανετάκο, την Έλενα Ναθαναήλ και τον Κώστα Βουτσά. Η ταινία σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και μουσική Μίμη Πλέσσα είχε σημειώσει τεράστια επιτυχία, με 660.791 εισιτήρια συνολικά και κατέλαβε την 1η θέση ανάμεσα σε άλλες 92 ταινίες εκείνη τη χρονιά.

Οι ταινίες αυτές ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό μέσο ψυχαγωγίας. Έγιναν ο “καθρέφτης” της κοινωνίας εκείνης της εποχής. Μιας εποχής που αστικοποιείται, αλλάζει τα πρότυπα και τις κοινωνικές της φόρμες. Η σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση και στον επερχόμενο μοντερνισμό, οι σχέσεις των δύο φύλων ακόμα και οι συνήθειες της εποχής αντικατοπτρίζονται μέσα από αυτές τις ταινίες. 

Γυρίζονται σε γνώριμα σημεία της καθημερινότητας και σε πολλές από αυτές παρατηρείται το πλήθος των αλλαγών που συντελούνται στην κοινωνία αυτή καθ’ αυτή αλλά και στον αστικό χώρο.



Μέσα από τον φακό του Δαλιανίδη παρατηρείς τις δομές, πως πραγματικά ήταν, τον τρόπο λειτουργίας τους, τα υλικά τους, τα χρώματα τους και τα μεγέθη τους. Αυτό όμως που αντιλαμβάνεσαι καλύτερα είναι οι σχέσεις των ανθρώπων, τόσο με τις δομές όσο και μεταξύ τους. Πως συμπεριφέρονται και πως κινούνται στο χώρο.

Γυναίκες και άντρες συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο, κολυμπούν κοντά ο ένας στον άλλο, κάθονται στην αμμουδιά, στις καρέκλες και στα παγκάκια, και περπατούν χέρι χέρι. Η παραλία γίνεται ο κοινός τόπος, ο τόπος συνάθροισης. 

Μιας πολύωρης συνάθροισης, χωρίς αποκλεισμούς και κοινωνικούς διαχωρισμούς με έντονο όμως το στοιχείου του σχολιασμού. Ο πιο μαυρισμένος, ο πιο καλλίγραμμος, η “μοιραία”, ο καλός κολυμβητής, ο δεινός σκιερ, κ.α.



Το ερωτικό παιχνίδι, το παιχνίδι της πρώτης γνωριμίας έβρισκαν και αυτά το χώρο τους στην παράκτια αυτή διαβίωση.

Στη ταινία “Κάτι να καίει” η Ρένα γνωρίζει τον πρωτευουσιάνο Ντίνο από τον οποίο ζητάει να τη συνοδέψει την επόμενη μέρα στην πλαζ. Ο καβαλιέρος της θα έπρεπε να είναι δεινός κολυμβητής, άσσος στο θαλάσσιο σκι και καλός χορευτής. 

Να μπορεί δηλαδή μέσω των υπηρεσιών που παρείχε ο χώρος να εντυπωσιάσει το πλήθος της πλαζ και να γίνει αρεστός από τη μικρή αυτή παραθαλάσσια κοινωνία. Δυστυχώς όμως για τον Ντίνο τα πράγματα δεν πήγαν όπως ακριβώς θα ήθελε.


Το παρουσιαστικό του σε συνδυασμό με την αποτυχία του στα θαλάσσια σπορ επέφεραν χλευασμό. Ο Κλέαρχος και ο Φάνης θα γοητευθούν από την ίδια νεαρή κοπέλα και θα προσπαθήσουν και οι δύο να κερδίσουν το ενδιαφέρον της, με τον Φάνη να βγαίνει στο τέλος ο νικητής. Ο Κλέαρχος αποχωρεί· δεν αργεί όμως λίγο πιο πάνω να αντικρίσει την 18χρονη Πόπη, την οποία πλησιάζει και καταφέρνει να προσεγγίσει.

Στο κατώφλι της εγκατάλειψης

Ερείπιο χαρακτηρίζεται οτιδήποτε μαρτυρεί την ανθρώπινη ιστορία αλλά με μια αλλοιωμένη, σχεδόν αγνώριστη όψη σε σχέση με την πρωταρχική του. Είναι τα υπολείμματα τοίχων και τα θεμέλια που αποτελούν μαρτυρίες, ένα είδος δακτυλικού αποτυπώματος, αυτού που υπήρξε κάποτε.

Πληροφορίες για την ιστορία του κτίσματος, τη λειτουργία που επιτελούσε καθώς επίσης και τη σχέση του με τα λοιπά κτίρια που το περιβάλλουν ακόμα και σήμερα ή το περιέβαλαν για ένα περασμένο χρονικό διάστημα.

Η σύγχρονη εικόνα του διαμορφώνει το χαρακτήρα, όχι μόνο του άμεσου περιβάλλοντός του, αλλά ολόκληρης της πόλης, ορίζει την ταυτότητά της. Η αρχική εικόνα του δε σημαίνει κάτι για τους κατοίκους της. Του εναντίον, η κατακερματισμένη όψη και τα υπολείμματα της φθοράς είναι τα στοιχεία εκείνα που το συνδέουν με τη συνείδηση τους.



Το ερείπιο δίδεται για διπλή ερμηνεία καθώς σηματοδοτεί τη γέννηση, τη στιγμή που το κτίσμα αρχίζει να θεμελιώνεται, να αποκτά υπόσταση αλλά ταυτόχρονα προβάλει και το θάνατο της δομής, την οριστική εξαφάνιση της. Στην πρώτη περίπτωση το κτίριο δεν έχει ακόμα ανοικοδομηθεί, ενώ στη δεύτερη βρίσκεται στιγμές πριν την κατάρρευσή του. Ο χρόνος έχει παγώσει και το ερείπιο στέκει εκεί ημιτελές, στο μεταίχμιο φθοράς και δημιουργίας.


Η γέννηση και ο θάνατος, κατά ένα περίεργο τρόπο, συνυπάρχουν διασφαλίζοντας τη ραχοκοκαλιά της δομής. Τα υλικά της φθείρονται σε βαθμό που μέρη τους μπορεί να αγνοούνται, η ιδέα της όμως “ταξιδεύει” μέσα στο χρόνο και παραμένει αλώβητη. Τα χαλάσματα διατηρούν ζωντανή την αιτία που οδήγησε στη δημιουργία του κτίσματος.



Τα σπαράγματα που διακρίνονται ανάμεσα στα χόρτα και τους θάμνους συλλέγονται, σαν τα κομμάτια ενός παζλ, και στο “τραπέζι” του μυαλού γίνεται μια προσπάθεια να βρεθεί η “σωστή” θέση τους. Οι οπές αφήνουν το βλέμμα να “χαθεί” εντός του κτίσματος, επιτρέποντας μια σχεδόν ανατομική διείσδυση στο εσωτερικό του είναι. Το αίσθημα του ηδονοβλεψία αναπτύσσεται ακούσια, ενστικτωδώς.

Αν κανείς εξετάσει εθνογραφικά τα ερείπια και τους κενούς χώρους παρατηρεί ότι επέρχονται στο επίκεντρο ως σημαντικοί χώροι αστικής δραστηριότητας, κοινωνικής, οικονομικής και οικολογικής παραγωγικότητας. 
Παρέχουν αρχιτεκτονικά λάφυρα σε συλλέκτες, καταφύγιο σε αστέγους, λειτουργούν ως παιδικές χαρές, χώροι δράσης για βανδάλους, σκεϊτμπορτάδες και ανήσυχους αστικούς εξερευνητές. Η κενή αστική γη δίδεται για κηπουρική και κτηνοτροφική χρήση. Λειτουργεί ως χώρος εναπόθεσης απορριμμάτων, ενασχόλησης με το αυτοκίνητο καθώς επίσης και τέχνης. Δραστηριότητες που συχνά συνδέονται με δίκτυα μιας άτυπης οικονομίας, συνήθως παράνομων πρακτικών.



Ακροβατώντας ανάμεσα στη γέννηση και στο θάνατο

Στις αλλοτινές δόξες της πλαζ έρχεται ως αντιπαραβολή η τωρινή απογοητευτική πραγματικότητα. Εγκατάλειψη, οδύνη και πένθος για μια χαμένη λαμπρή εποχή. Σήμερα, σε ένα χώρο που άλλοτε έσφυζε από ζωή με φωνές και χρώματα και παρείχε θέσεις εργασίας στους κατοίκους της περιοχής της, ο επισκέπτης συναντά ένα σύνολο ερειπίων.

Ο μικρός παραθεριστικός παράδεισος έχει αφεθεί έρμαιο του χρόνου, της καταστροφής και της αδιαφορίας. Μπροστά από τις μετέωρες και φθαρμένες δομές εξακολουθούν να κολυμπούν καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι, εντός τους όμως επικρατεί μόνο χάος.

Κτίρια που ακροβατούν, κενοί χώροι με ίχνη δομών που πατούσαν κάποτε πάνω τους, φαντάσματα μιας άλλης εποχής που πλανώνται στον αέρα, μαραμένοι φοίνικες, έντονη βλάστηση που διεκδικεί σθεναρά τους χώρους που της ανήκαν εξ αρχής, σπασμένα τζάμια, σκουριασμένα σίδερα, πεταμένα μπάζα και σκουπίδια. Σκουπίδια παντού. Αυτή είναι η εικόνα που αντικρίζει ο επισκέπτης της πλαζ.

Το παραλιακό μέτωπο της περιοχής δε θυμίζει τίποτα από τις στιγμές λάμψης που έζησε κατά το παρελθόν. Η λαίλαπα του τσιμέντου οδήγησε στην παρακμή του άλλοτε αγνού παραθαλάσσιου μετώπου με μια υποβαθμισμένη ζώνη δίχως πολεοδομική και αρχιτεκτονική οργάνωση να πνίγει τα πάντα.

Εντός της κανείς εντοπίζει κατοικίες που οικοδομήθηκαν πριν από αρκετά χρόνια και δομές που εγκαταλείφθηκαν ή αφέθηκαν για διάφορους λόγους ανολοκλήρωτες, σε μια κατάσταση παύσης και αναμονής. Εξαίρεση αποτελεί το δυτικό τμήμα του οικισμού, το οποίο καταλαμβάνεται από νεόδμητες πολυκατοικίες.



Η παρακμή και υποβάθμιση της πλαζ της Αγίας Τριάδας, του μοναδικού πνεύμονα ολόκληρης της περιοχής, επήλθαν σταδιακά, με τη μόλυνση του Θερμαϊκού κόλπου να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. 

Με την οριστική διακοπή της λειτουργίας και του χώρου κατασκήνωσης το 2000 η φθίνουσα πορεία της περιοχής εντάθηκε. Η ακτή της Αγίας Τριάδας ερήμωσε και δεν απέκτησε ποτέ ούτε ζωντάνια, ούτε “χαμόγελο” προς τη Θεσσαλονίκη που την αγναντεύει απέναντι της.



Από τότε μέχρι και σήμερα ξεκίνησε η περιπέτεια και η προσπάθεια του χώρου να βρει ξανά το χαρακτήρα του, να πλημμυρίσει ξανά με ζωή. Αρχικά περιήλθε στην ιδιοκτησία του ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο επιδίωξε την πώλησή του και τη μετέπειτα λειτουργία του σε ένα τουριστικό χωριό 62 στρεμμάτων μέσα στο οποίο θα χτιζόταν βίλες.

Από τα εναπομείναντα στρέμματα της έκτασης, τα 20 προορίζονταν για κοινόχρηστους χώρους ενώ τα υπόλοιπα 42 για κοινωφελείς υποδομές. Μια πρόταση που δημιούργησε έντονες αντιδράσεις τόσο από την πλευρά του ίδιου του δήμου όσο και των πολιτών. 

Η πρόταση τελικώς δεν προχώρησε και το ΤΑΙΠΕΔ δέχτηκε να διεξαχθεί τελικά διαγωνισμός για την εκμίσθωση της έκτασης και την επαναλειτουργία της ως χώρου κατασκήνωσης. Δυστυχώς όμως από το 2013 που ανακοινώθηκε για πρώτη φορά ο διαγωνισμός μέχρι και σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί κάποια ενέργεια. Η έκταση πάνω στην αμμουδιά, γεμάτη λεύκες, πεύκα και φοίνικες, στέκει ρημαγμένη και εγκαταλελειμμένη να ακροβατεί στο μαρασμό που επιφέρει ο χρόνος.



Οι μοναδικές ενέργειες που έχουν λάβει χώρα είναι αυτές που έχουν να κάνουν με την ασφάλεια του επισκέπτη και τον περιορισμό των λεηλασιών. Τμήματα των δομών που θεωρήθηκαν ετοιμόρροπα και επομένως επικίνδυνα κατεδαφίστηκαν. Άφησαν όμως τα ίχνη τους πάνω στο έδαφος να μαρτυρούν την αλλοτινή τους ύπαρξη. Για τις εναπομείνασες δομές επιδιώκεται η αποτροπή της εισόδου εντός τους μέσω της χρήσης μεταλλικών συρμάτων, τα οποία ξεπροβάλουν σε ορισμένα τμήματα τους.

Τα μεταλλικά σύρματα σε αρκετές περιπτώσεις δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν το σκοπό τους καθώς πάντα ο “περίεργος” επισκέπτης θα βρει τον τρόπο να “διαρρήξει” το χώρο και να περιπλανηθεί εντός του. Είτε προς ικανοποίηση της περιέργειας και των επιθυμιών του είτε για να φιλοξενηθεί προσωρινά εντός αυτής, με τη βοήθεια κάποιας σκηνής ή τρυπώνοντας σε κάποιο από τα εναπομείναντα στεγασμένα της “καμαράκια”.



Ωστόσο η κατάσταση που επικρατεί εντός των δομών δεν αποτρέπει τους λουόμενους να επισκεφθούν το ψαροχώρι της Αγίας Τριάδας και να απολαύσουν το μπάνιο τους. Μια απόλαυση που τους γεμίζει και ταυτόχρονα τους θλίβει και τους προβληματίζει όταν αντικρίζουν τα κουφάρια των δομών. 

Για τους κατοίκους του οικισμού η εικόνα αυτή είναι κάτι το καθημερινό, το συνηθισμένο. Είναι κομμάτι της ιστορίας του τόπου τους. Θυμούνται νοσταλγικά τους τουρίστες που στοιβάζονταν σα σαρδέλες στην πλαζ, στα δωμάτια και στα ταβερνάκια του χωριού. Αναμνήσεις που ξυπνούν κάθε φορά που αντικρίζουν τις μισογκρεμισμένες δομές. Αναπαράγουν αισθήματα και βιώματα και αποτελούν το έναυσμα της ονειροπόλησης. Ονειροπόληση για ό,τι πέρασε και για ό,τι θα μπορούσε να έρθει. Αναμνήσεις που προβληματίζουν.

Η δομή στέκει μπρος τους απογυμνωμένη. Αντιστέκεται όσο δύναται στη διάβρωση και στη φθορά που επιφέρει ο χρόνος. Το ερείπιο στην τραγική μορφή του θανάτου του διαδραματίζει ακριβώς το ρόλο του ανθρώπινου σκελετού. Εκφράζει όχι μόνο το θάνατο αλλά και τη ζωή που κάποτε πλημμύριζε το “σκελετό”. Τα οστά αποτελούν έδρα ζωτικής σημασίας και συμβολίζουν τα απαραίτητα συστατικά για την επίτευξη της αναγέννησης.

Τα ίχνη, δομικά ή ανθρώπινα, φανερώνουν τον τρόπο κατοίκησης, ένα τμήμα του πολιτισμού που φιλοξενούνταν εντός του περιβλήματός τους. Φέρουν πάνω τους μνήμη και θυμίζουν στις επερχόμενες γενιές αυτούς που έφυγαν. 

Η θέαση των ετοιμόρροπων τοίχων, η γήρανση των υλικών, η αναπόφευκτη φθορά που αποτυπώνεται πάνω τους επισημαίνει και πιστοποιεί τη θνητότητά τους, το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής. Για αυτό τα ερείπια στέκουν μπροστά μας ελκυστικά. Αποτελούν έναν αντικατοπτρισμό του εσωτερικού μας κόσμου, των εσωτερικών προβληματισμών και αγωνιών μας. Στο σαπισμένο, “γερασμένο” κτίριο αντικρίζουμε τη δικιά μας επερχόμενη φθορά. Η μοίρα είναι αναπόδραστη και αυτό είναι που δίνει στη ζωή νόημα.



Ο στοχασμός ωστόσο των ερειπίων δε θα πρέπει να πνίγεται από τον ρομαντισμό. Ο ρομαντισμός παύει για ένα χρονικό διάστημα την κριτική εμπλοκή και οδηγεί στη βύθιση της μελαγχολίας και της νοσταλγίας. Για να υπάρξει το νέο επιβάλλεται ο διαμελισμός του παλιού.

Και αυτό είναι που πρέπει η παρατήρηση των ερειπίων να επιδιώκει. Να μην επιτρέπει μια εξιδανίκευση του παλιού αλλά μια απομυθοποίηση και αξιολόγησή του. Η επιλογή και διατήρηση των υγιών τμημάτων του και η ενσωμάτωσή τους στη νέα πραγματικότητα θα εξασφαλίσει την διαιώνιση της αρχικής φιλοσοφίας στο βάθος του χρόνου.




Βιβλιογραφία

Καρδαμίτση – Αδάμη Μ. [2012], “Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΒΟΥΡΕΚΑ”, Αθήνα, Εκδόσεις : Μέλισσα
Κολώνας Β. [2015], “Εκατό χρόνια φιλοξενίας – Τα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης (1914 - 2014)”, θεσσαλονίκη, Εκδόσεις : University Studio Press
Σταυρίδης Σ. [2018], “Κοινός Χώρος : Η πόλη ως τόπος των κοινών”, Αθήνα, Εκδόσεις : Angelus Novus
Τζιρτζιλάκης Γ.. [2014], “ΥΠΟ-ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ : Η επήρεια της κρίσης στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα”, Αθήνα, Εκδόσεις : Καστανιώτη
Άρθρα σε συλλογικούς τόμους
Καναρέλης Θ. [2008], “Τελετές του Σαββατοκύριακου – Κανένα Σαββατοκύριακο να πάμε πουθενά…”, Η διεκδίκηση της υπαίθρου : Φύση και κοινωνικές πρακτικές στη σύγχρονη Ελλάδα, [σσ.419 - 427], Αθήνα : Εκδόσεις Ίνδικτος
Σταυρίδης Σ. [2006], “Η σχέση χώρου και χρόνου στη συλλογική μνήμη”, Μνήμη και εμπειρία του χώρου, [σσ.13 - 41], Αθήνα : Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Τζιρτζιλάκης Γ. [2015], “ Ο δρόμος που δεν πήραμε – Για μια αρχαιολογία της θάλασσας στον σύγχρονο πολιτισμό”, Συμβιώσεις : Η αρχιτεκτονική στην εποχή των φυσικοπολιτισμών και της τεχνητής φύσης, [σσ.90 - 105], Βόλος : Εκδόσεις Καστανιώτης
Huyssen A. [2006], “Nostalgia for Ruins”, Grey Room 23, [σσ.06 - 21], Cambridge: THE MIT PRESS
Δοκίμια – Επιστημονικά άρθρα
Dawdy Lee S. [2010], “Clockpunk Anthropology and the Ruins of Modernity”, Current Anthropology , Volume 51, Number 6
Διαθέσιμο στο: https://www.journals.uchicago.edu/doi/abs/10.1086/657626?journalCode=ca
Nevlyutov M. [2019], “George Simmel’s Ruin, Death and Immortality of Architecture”, Advances in Social Science, Education and Humanities Research, Volume 368
Διαθέσιμο στο: https://www.researchgate.net/publication/337754086_George_Simmel's_Ruin_Death_and_Immortality_of_Architecture
Διπλωματικές εργασίες
Μαραγκού Α. [2015],, “αρχή” ερειπίου // ΜΕΡΟΣ Α// - ο εγκαταλελειμμένος οικισμός στα Ορφανά Καρδίτσας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Βόλος
Ερευνητικές εργασίες
Καραμήτρου Α. [2017],, Στο κατώφλι της εγκατάλειψης: εγκώμιο του θανάτου των κτιρίων, Πολυτεχνείο Κρήτης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Χανιά
Πανόπουλος Θ., Παπαγγελοπούλου Μ., Τζουνίδου Ζ. [2017], Η μνήμη στο χώρο πέρα από το μνημείο, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Αθήνα
Διαδίκτυο
Κουζινόπουλου Σ. [2017], “ Στο έλεος της αδιαφορίας τα κάμπινγκ Αγίας Τριάδας - Επανομής”, Φάρος του Θερμαϊκού, 23 Ιουλίου
Διαθέσιμο στο: http://farosthermaikou.blogspot.com/2017/07/blog-post_34.html
Κουζινόπουλου Σ. [2020], “ Καραβάκια Θερμαϊκού: Μία ιστορία ενός και πλέον αιώνα”, Φάρος του Θερμαϊκού, 21 Ιουλίου
Διαθέσιμο στο: http://farosthermaikou.blogspot.com/2015/08/blog-post_60.html
Κουρέλλου Ντ. [2018], “Τα μπάνια των λαών”, Καθημερινή, 03 Αυγούστου
Διαθέσιμο στο: https://www.kathimerini.gr/k/travel/977892/ta-mpania-ton-laon/
Ματζάρη Α. [2020], “ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ 17 Πλαζ Αγίας Τριάδας ”, Σημειώσεις για τον Εμφύλιο, 20 Μάϊου
Διαθέσιμο στο: https://greekcivilwar.wordpress.com/2020/05/20/gcw-1644/
ΜΗΧΑΝΗ του ΧΡΟΝΟΥ, “ Η δεσποινίς Δεληβασίλη «βαφτίστηκε» Ναθαναήλ και οι λουόμενοι στην πλαζ της Θεσσαλονίκης έγιναν κομπάρσοι στην ταινία. Το μιούζικαλ «Κάτι να καίει», όπου ο Βουτσάς έλαμψε με τον αυτοσχεδιασμό του «Φσσστ Μπόινγκ», ΜΗΧΑΝΗ του ΧΡΟΝΟΥ, 20 Μάϊου
Διαθέσιμο στο: https://www.mixanitouxronou.gr
Μπλατσιώτης Χ. [2013], “Οι παραλίες των Ελλήνων και των Βέλγων και η ιστορία των διακοπών στη θάλασσα”, NewsVille, 06 Αυγούστου
Διαθέσιμο στο: http://www.newsville.be/christos-mplatsiotis-istoria-diakopon-thalassa/
Μπουκάλας Π. [2000], “ Ο... Φιλέας Κρούσος πάει διακοπές”, Καθημερινή, 25 Ιουλίου
Διαθέσιμο στο: http://digital.lib.auth.gr/record/3520/files/npa-2003-3453.pdf
Παπαγιαννίδου Μ. [2008], “ Ροβινσώνας στις Κομόρες”, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου
Διαθέσιμο στο: https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/robinswnas-stis-komores/
Παπαϊωάννου Τ. [2010], “ Γεννηθήκαμε μέσα σε ερείπια και ερείπια αντικρίζουμε”, Greekarchitecets.gr, 08 Ιουλίου
Διαθέσιμο στο: https://www.greekarchitects.gr
Σπυροπούλου Μ. [2017], “ Το ανοίκειο που κρύβουμε μέσα μας”, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17 Δεκεμβρίου
Διαθέσιμο στο: https://www.kathimerini.gr/culture/books/939319/to-anoikeio-poy-kryvoyme-mesa-mas/
Στενού Μ. [2019], “ Χωρικοί μετασχηματισμοί από παραθεριστικές πρακτικές”, Michanikos online, 03 Οκτωβρίου
Διαθέσιμο στο: https://www.michanikos-online.gr/
Τζήμου Κ. [2015], “ Πλαζ Αγίας Τριάδας: Εγκατάλειψη και ντροπή”, Parallaxi, 19 Αυγούστου
Διαθέσιμο στο: https://parallaximag.gr/thessaloniki/plaz-agias-triadas-egkatalipsi-ke-nt
Τοπικός οδηγός - Αγία Τριάδα, Η ιστορία της Αγίας Τριάδας
Διαθέσιμο στο: https://www.agiatriada.eu/get-informed/history/
Τσολάκ Ο. [2014], “Τα μπάνια του λαού”, Parallaxi, 28 Ιουλίου
Διαθέσιμο στο: https://parallaximag.gr/parallax-view/photoblog/ta-mpania-tou-laou
Φύσσας Δ. [2018], “ Το δοξασμένο μπικίνι έγινε 72 ετών”, AthensVoice, 03 Ιουνίου
Διαθέσιμο στο: https://www.athensvoice.gr/culture/book/448605_doxasmeno-mpikini-egine-72-eton
Ζαφ. Χ. [2019], “ Η συγκοινωνία με καραβάκια στον Θερμαϊκό τον 20ο αιώνα”, από τις 4 στις 5
Διαθέσιμο στο: https://www.apotis4stis5.com/vintage/27444-20-2
Thessaloniki ARTS AND CULTURE, “Πως είναι σήμερα η κοσμοπολίτικη πλαζ της Θεσσαλονίκης; ”, Thessaloniki ARTS AND CULTURE
Διαθέσιμο στο: https://www.thessalonikiartsandculture.gr/
In.gr [2019], “ To θρυλικό «Άκτιο»: Από τα πάρτι του ’60 και το «Κάτι να καίει» στην πλήρη εγκατάλειψη”, In.gr , 16 Αυγούστου
Διαθέσιμο στο: https://www.in.gr/
Οπτικοακουστικό υλικό
Κάτι να καίει, [1968], σκην. Γιάννης Δαλιανίδης, Ελλάδα : Finos Film
Αρχείο Εφημερίδων από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
Κουκούνος Φ., [1960], Η λαική παλζ Αγ. Τριάδος θα λειτουργήση την 20ην Ιουλίου, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 05 Ιουνίου, σελ. 06 & 09
[1960], Ετελέσθησαν τα εγκαίνια της λαϊκής πλαζ Αγ. Τριάδος – Θα λειτουργή από της 8ης πρωϊνής μέχρις 8ης εσπερινής, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 17 Αυγούστου, σελ. 02
[1960], Τελούνται σήμερον τα εγκαίνια της πλαζ Αγ. Τριάδος – Υπερβολικαί είναι αι τιμαί των εισιτηρίων αυτής, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 14 Αυγούστου, σελ. 01
[1964], Ο καύσων καταπολεμείται εις τας πλαζ…, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 09 Ιουνίου, σελ. 06
[1967], Κατά την χθεσινήν αργίαν – Αδιαχώρητον εις τας ακτάς, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 0 Ιουνίου, σελ. 03
Μαρία Μέγα στο parallaximag.gr