Αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός στην ΕΕ-Στην Ελλάδα είναι κάτω από το όριο της φτώχειας
Την περίοδο της πανδημίας, με την αύξηση αποδοχών των εργαζομένων να θεωρείται περίπου απαγορευμένη, προκαλεί αναμφίβολα εντύπωση, η πληροφορία ότι η πλειονότητα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αύξησαν τον κατώτατο μισθό από την 1η Ιανουαρίου του 2021!
Ταυτόχρονα, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι παγωμένος από τις αρχές του 2019, αν και βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας.
Πρόκειται για χαρακτηριστικές διαπιστώσεις της μελέτης του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), που δόθηκε χθες (10/5) στη δημοσιότητα στο πλαίσιο τεκμηρίωσης της πρότασης, για επαναφορά του κατώτατου μισθού (σήμερα είναι 650 ευρώ) στα 751 ευρώ φέτος και στη συνέχεια, αύξησή του στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης, βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ.
Ειδικότερα, παρότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες, 17 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ήδη αυξήσει τον κατώτατο μισθό από την 1/1/2021, τρία κράτη μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι στο ύψος του 2019.
Ειδικότερα, παρότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες, 17 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ήδη αυξήσει τον κατώτατο μισθό από την 1/1/2021, τρία κράτη μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι στο ύψος του 2019.
Σημειώνεται, ότι στη χώρα μας, ακόμη, περίπου μέσα του 2021, δεν έχει αποφασιστεί καμία μεταβολή του κατώτατου μισθού. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι από τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019.
Παράλληλα, ανάμεσα στις χώρες που διατηρήσαν την 1η Ιανουαρίου του 2021 τον κατώτατο μισθό σταθερό σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου του 2020, η Εσθονία και η Ισπανία, είχαν ήδη αυξήσει τον ωριαίο κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2019 κατά 8,15% και 5,55%.
Για το 2021, υψηλότερη ήταν η αύξηση του ωριαίου κατώτατου μισθού στη Λετονία (16,3%) και χαμηλότερη στη Γαλλία και στη Μάλτα (1%).
Ακολουθεί σχετικός πίνακας:
Στη διάρκεια του 2020, όπως και το πρώτο τρίμηνο του 2021, η αγορά εργασίας βρέθηκε αντιμέτωπη με μια άνευ προηγουμένου κρίση σε θέσεις εργασίας, εισοδήματα και επίπεδα επισφάλειας και αβεβαιότητας. Σημειώθηκε μια πολύ σημαντική μείωση των ωρών εργασίας που μεταφράστηκε τόσο σε απώλειες απασχόλησης, με αύξηση του οικονομικά μη ενεργού δυναμικού, όσο και σε μείωση των ωρών εργασίας για όσους παρέμειναν απασχολούμενοι. Η κρίση είχε ιδιαίτερα καταστροφικές επιπτώσεις σε πολλές ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι νέοι, οι γυναίκες, οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλά ειδικευμένοι εργαζόμενοι.
Αγοραστική δύναμη από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη
Σύμφωνα με τη μελέτη, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ, πάνω μόνο από την Ουγγαρία, την Λετονία, την Εσθονία και την Βουλγαρία. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση.
Η χώρα μας με λιγότερα από 4,5 ευρώ ίδιας αγοραστικής δύναμης έχει πλέον χαμηλότερη πραγματική αγοραστική δύναμη από ορισμένα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης, καθώς το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερο. Παρατηρείται λοιπόν απόκλιση του κατώτατου μισθού της Ελλάδας από τον μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης και επιδείνωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμής του στην ΕΕ.
Αγοραστική δύναμη από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη
Σύμφωνα με τη μελέτη, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ, πάνω μόνο από την Ουγγαρία, την Λετονία, την Εσθονία και την Βουλγαρία. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση.
Η χώρα μας με λιγότερα από 4,5 ευρώ ίδιας αγοραστικής δύναμης έχει πλέον χαμηλότερη πραγματική αγοραστική δύναμη από ορισμένα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης, καθώς το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερο. Παρατηρείται λοιπόν απόκλιση του κατώτατου μισθού της Ελλάδας από τον μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης και επιδείνωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμής του στην ΕΕ.
Η αύξηση θα επηρεάσει το 34% των απασχολούμενων
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μια αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα στο 60% του διάμεσου μισθού θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό είναι αυτό της Πολωνίας (26%), το οποίο είναι αρκετά χαμηλότερο από της Ελλάδας, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό απασχολουμένων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι του Βελγίου (μόλις 3%). Το εύρημα αυτό είναι ενδεικτικό των συνθηκών που δημιούργησε η εφαρμογή εισοδηματικής λιτότητας την περασμένη δεκαετία, εδραιώνοντας ένα παραγωγικό πρότυπο το οποίο στηρίζεται σε χαμηλά αμειβόμενη εργασία.
Συμπερασματικά, στη χώρα μας ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας. Είναι υπερβολικά χαμηλός για να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Ένα μεγάλο ποσοστό μισθωτών λαμβάνει τον κατώτατο μισθό, επομένως ο κίνδυνος φτώχειας για τους απασχολουμένους (in-work poverty) και ειδικότερα για τις γυναίκες είναι αρκετά υψηλός, και γίνεται ακόμη μεγαλύτερος αν συμπεριλάβουμε εκείνους που αμείβονται χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό.
Εργασιακά Νέα
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μια αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα στο 60% του διάμεσου μισθού θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό είναι αυτό της Πολωνίας (26%), το οποίο είναι αρκετά χαμηλότερο από της Ελλάδας, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό απασχολουμένων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι του Βελγίου (μόλις 3%). Το εύρημα αυτό είναι ενδεικτικό των συνθηκών που δημιούργησε η εφαρμογή εισοδηματικής λιτότητας την περασμένη δεκαετία, εδραιώνοντας ένα παραγωγικό πρότυπο το οποίο στηρίζεται σε χαμηλά αμειβόμενη εργασία.
Συμπερασματικά, στη χώρα μας ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας. Είναι υπερβολικά χαμηλός για να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Ένα μεγάλο ποσοστό μισθωτών λαμβάνει τον κατώτατο μισθό, επομένως ο κίνδυνος φτώχειας για τους απασχολουμένους (in-work poverty) και ειδικότερα για τις γυναίκες είναι αρκετά υψηλός, και γίνεται ακόμη μεγαλύτερος αν συμπεριλάβουμε εκείνους που αμείβονται χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό.
Εργασιακά Νέα